- ορκοδοτώ
- -έωδίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμο-δοτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορκοδοσία — η η κατάθεση ένορκης διαβεβαίωσης, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορκοδοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek